ἐκηρύχθησαν

ἐκηρύχθησαν
ἐκηρύ̱χθησαν , κηρύσσω
to be a herald
aor ind pass 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξουσιαστής — ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής) αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ) μσν. νεοελλ. αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”